Κάποτε
τα πιο τρομερά πράγματα στον κόσμο
ήταν η κουρτίνα και η ντουλάπα.
Έπεφτε η νύχτα στο μικρό δωμάτιο
κι άρχιζες να τρέμεις
δίπλα στα σκούρα ξύλα, στην πυκνή ύφανση,
σχέδια μιας εποχής οικόσιτα άγριας
που αγωνιούσε πως αν μεγαλώσει
απλώς θα μεγαλώσουν και οι σκιές.
Κάποτε αλλάζει η οπτική γωνία.
Μικραίνουν τα παράθυρα
μαζί με τα παλιά σου ρούχα.
Η ντουλάπα η ίδια αρχίζει να κονταίνει
να λεπταίνει, να έχει παιδιά κι αδελφές
καθόλου πιο τρομακτικές από μια οικογένεια
ενώ η κουρτίνα γίνεται αυλαία
για τις νυχτερινές σου παραστάσεις.
Αλλάζεις φόβους και σπίτια.
Κάποια σκοτάδια χάνονται, άλλα βαθαίνουν απότομα.
Κρυμμένες αυλές φανερώνονται
παιχνίδια που ξέχασες βρίσκονται πάλι
στα συρτάρια σου και σου δείχνουν τον δρόμο.
Read English |
και επιρρεπής στη νύχτα.
Ξέρεις όμως καλά να χειρίζεσαι ξύλα
και χοντρά υφασμένα πανιά.
Αν βουτήξεις στη μνήμη και βραχείς στους λυγμούς της
τα κάνεις προσάναμμα.
Αν θελήσεις να φύγεις,
υλικά για σχεδία.
Once, the most fearful things in the world
were the curtain and the wardrobe.
Night fell in the little room
and you began to tremble
near the dark wood, the thick cloth,
patterns of a domesticated savagery
that agonized as it aged: when you grow up,
the shadows too will just increase.
Then, the point of view shifts.
The windows grow small
along with your old clothes.
The wardrobe itself starts to get short
and slender, with its own children and sisters,
no more frightening than a family,
and the curtain takes on a theatrical role
for your nighttime performances.
You change fears and houses.
Certain darknesses fade, others suddenly deepen.
Hidden courtyards appear,
games you forgot turn up again
in a drawer and show you the way.
You are always sensitive to shadows
and prone to the night.
But you know well how to handle wood
and thickly woven cloth.
If you plunge into memories
and are drenched in sobbing
you use them for kindling.
If you want to depart,
you use them as a raft.
Περπάτησα τον ανηφορικό δρόμο μέσα στην κίνηση του απογεύματος και έστριψα τυχαία σ’ ένα στενό. Δεξιά κι αριστερά μου ψηλά κυπαρίσσια, δροσιά, σχεδόν δεν ακούγονταν τα αυτοκίνητα κι ας είχα προχωρήσει μόλις ένα τετράγωνο. Τα σπίτια ήσυχα, εσωστρεφή, με αυλές που έκλειναν στον δρόμο με σιδερένιες πόρτες. Πρεσβείες, κουβούκλια με φύλακες, πού και πού ένας περαστικός με σκυλί.
Λίγο παραπάνω τα σπίτια αραίωσαν και φάνηκε ο λόφος. Πλησίασα και είδα χαλάσματα με γκράφιτι και ψηλούς ευκάλυπτους. Τι ερειπωμένα, παρατημένα κτίρια ήταν αυτά, ποιος τα είχε φτιάξει και για ποιο σκοπό; Τα προσπέρασα και βρέθηκα σ’ ένα τοπίο σεληνιακό, μια αλάνα σκαμμένη στο πέτρινο ύψωμα, με διαφορετικά επίπεδα και βάθη, περιτριγυρισμένη από απότομα βράχια. Ένα παλιό κοντέινερ στην άκρη της έδειχνε να χρησιμοποιείται ακόμα: είδα καρέκλες και μπίρες μπροστά του. Στην αλάνα δυο-τρεις με ποδήλατα κι ένας με μηχανή έκαναν τα δικά τους.
Ήταν το παλιό λατομείο.
Δεν ήξερα ότι βρισκόταν τόσο κοντά στο σπίτι μου. Είχα ακούσει ότι χρόνια πριν, όταν λειτουργούσε ακόμα, κάθε μεσημέρι την ίδια ώρα έβαζαν φουρνέλα κι έσπαγαν την πέτρα, και γέμιζε η περιοχή σκόνη. Το είχαν συνηθίσει οι κάτοικοι. Περνούσαν τα γεμάτα φορτηγά κι έτριζαν τα κουφώματα των σπιτιών από το βάρος.
Βρισκόμουν τώρα σ’ ένα κομμάτι χωρίς σπλάχνα, ένα αδειασμένο ύψωμα, έναν κρατήρα. Προχώρησα στο κέντρο του. Το έδαφος πατημένη σκόνη και λακούβες με λάσπη από βροχές και σκύλους. Οι ποδηλάτες περνούσαν ξυστά δίπλα μου ξανά και ξανά, κάνοντας κόλπα και κύκλους για να με διώξουν.
Η σιωπή της πέτρας που έλειπε δεν έμοιαζε με την ησυχία των ανοιχτών χώρων. Θύμιζε ρηχό, ξερό πηγάδι.
Έφτασα στα βράχια και τα ανέβηκα. Είδα όλη την Αθήνα μέχρι τη θάλασσα.
I walked uphill in the afternoon traffic and took a random turn into an alley. Surrounded by tall cypresses, in the cool shade, I could barely hear the cars behind me even though I had only walked one block. The houses were quiet and introverted, their yards enclosed in iron doors. Embassies, guard posts, now and then a passer-by walking a dog.
A bit further up there were fewer houses and I could see the hill. I found old ruins there, covered with graffiti, and next to them tall eucalyptus trees. Why were these deserted, abandoned buildings here, who built them and for what purpose? I walked past them and found myself in a lunar landscape, a wide vacant lot dug in the heart of the hill. It had varying levels and depths and it was surrounded by steep rocks. An old container was left inside and it seemed to be in use: I saw chairs and beer cans outside it. A small group of people with bicycles and motorbikes were hanging out there.
It was the old quarry.
I didn’t know it was so close to my house. I had heard that, years ago, when it was still in use, there was an explosion every day at the same time in order to break the rocks with dynamite. The whole area would be covered in dust for some time. The residents were used to it. Then the loaded trucks would drive away and cause the window frames in the houses to creak from the weight on the roads.
I was in a plot of land without insides, an emptied mound, a crater. I walked to its centre. The ground was dusty and full of small pools of old rainwater and dog piss. The bikers kept riding close to me, performing dangerous stunts, trying to make me leave.
The silence of the missing stones was nothing like the quietness of open spaces. It was more like a shallow, dry well.
I walked to the rocks and climbed them. From there, I could see the whole city of Athens, all the way to the sea.